- επιδρομικός
- ἐπιδρομικός, -ή, -όν (Α) [επιδρομή]αυτός που γίνεται επιδρομάδην, βιαστικός, εσπευσμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιδρομικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδρομή ή τον επιδρομέα, που εκτελεί επιδρομή: Επιδρομικό απόσπασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιδρομικώτερον — ἐπιδρομικός hasty adverbial comp ἐπιδρομικός hasty masc acc comp sg ἐπιδρομικός hasty neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)